- γεροδένω
- 1. δένω στερεά2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω3. (μτχ.) γεροδεμένος, -η, -οα) (για πράγματα) στερεόςβ) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεροδένω — γερόδεσα, γεροδέθηκα, γεροδεμένος, δένω στέρεα, εξασφαλίζω: Γερόδεσαν την επιχείρησή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροδεμένος — η, ο βλ. γεροδένω … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek